- ὀχετῶν
- ὀχετόςmeans for carrying watermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμάρευμα — ἀμάρευμα, το (Α) [ἀμαρεύω] (και μτφ.) το ακάθαρτο νερό τών οχετών, βούρκος, βόρβορος 2. οχετός λόγων, αισχρολογίες … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek